- αρκαντάσης
- ο близкий товарищ, друг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρκαντάσης — ο σύντροφος, φίλος, συνέταιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. arkadş] … Dictionary of Greek